σχάστης

σχάστης
σχάστης, ου, , sine expl. (grouped with ἀφρός, ἐπαφᾶται, πομφόλυξ, σχίζεται), Milne
A Greek Shorthand Manuals p.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχάστης — ὁ, Α [σχάζω] πιθ. καταχραστής …   Dictionary of Greek

  • σικυοσχάστης — ο, Ν ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για τις χαρακτές, κοφτές βεντούζες, αλλ. κατασχαστήρας ή σκαριφιστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικύα «βεντούζα» + σχάστης (< σχάζω «εντέμνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”